- παραδεδεγμένος
- η , ο[ν] признанный, получивший признание;
γενικώς ( — или κοινώς) παραδεδεγμένος — общепризнанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γενικώς ( — или κοινώς) παραδεδεγμένος — общепризнанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραδεδεγμένος — παραδέχομαι receive from perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδόκιμος — η, ο (Α ἀδόκιμος, ον) [δόκιμος] μη παραδεδεγμένος, μη εγκεκριμένος, μη καθιερωμένος νεοελλ. «αδόκιμη λέξη», αυτή που δεν απαντά σε δόκιμους, σε κλασικούς δηλαδή συγγραφείς «αδόκιμος συγγραφέας», άσημος, μη κλασικός, αυτός που δεν διαβάζεται αρχ.… … Dictionary of Greek
καθομιλώ — (Α καθομιλῶ, έω) νεοελλ. (μόνον ο τ. τού θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καθομιλουμένη η γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ομιλία του ο λαός, η δημοτική, σε αντίθ. προς την καθαρεύουσα αρχ. 1. προσελκύω κάποιον, κερδίζω κάποιον με την καθημερινή… … Dictionary of Greek
ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… … Dictionary of Greek
παραδέχομαι — παραδέχομαι, παραδέχτηκα και παραδέχθηκα βλ. πίν. 32 Σημειώσεις: παραδέχομαι : εύχρηστη η λόγια μτχ. παραδεδεγμένος ως επίθετο (→ γενικά παραδεκτός) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής